Το Βίωμα της Απώλειας και η Σιωπηλή Εργασία του Πένθους

Η εμπειρία της απώλειας είναι ίσως το πιο κοινό και συνάμα το πιο μοναχικό γεγονός της ανθρώπινης ύπαρξης. Όλοι, κάποτε, θα θρηνήσουμε κάτι ή κάποιον. Και όλοι θα το κάνουμε με έναν τρόπο τόσο βαθιά προσωπικό, ώστε ακόμη κι όταν περιβαλλόμαστε από φροντίδα ή κατανόηση, η απουσία να συνεχίζει να αντηχεί μέσα μας σαν κάτι που κανείς άλλος δεν μπορεί αληθινά να αγγίξει. 

Η απώλεια μπορεί να είναι ξαφνική ή προαναγγελθείσα, να αφορά τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου ή τον αποχωρισμό από μια σχέση, μια κατάσταση, ένα κατοικίδιο, ένα αντικείμενο ή ακόμα και μια εκδοχή του εαυτού μας. Σε όλες τις περιπτώσεις, ο κοινός παρονομαστής είναι η διάρρηξη του δεσμού και η ανάγκη αναπροσαρμογής στην καινούργια πραγματικότητα. 

Στην ψυχολογική θεώρηση, το πένθος ορίζεται ως η φυσική, αναμενόμενη αντίδραση στην απώλεια, μια εσωτερική εργασία που στοχεύει στην επανένταξη του ανθρώπου στη ζωή μετά από μια σημαντική ρήξη. Δεν είναι ασθένεια, ούτε αδυναμία. Είναι, αντιθέτως, μια έκφραση της ικανότητάς μας να συνδεόμαστε βαθιά με τον κόσμο και να σηματοδοτούμε ό,τι χάνεται με νόημα. 

Σύμφωνα με τον ψυχολόγο William Worden (1979), το πένθος δεν είναι μια παθητική κατάσταση, αλλά μια ενεργή ψυχολογική διεργασία που προχωρά μέσα από τέσσερις εσωτερικές εργασίες: 1) την αποδοχή της πραγματικότητας της απώλειας,  2) την επεξεργασία του πόνου της θλίψης, 3) την προσαρμογή σε έναν κόσμο χωρίς την παρουσία του αγαπημένου, και 4) την εύρεση μιας νέας, συμβολικής σχέσης με το πρόσωπο ή την κατάσταση που χάθηκε, η οποία να επιτρέπει τη συνέχιση της ζωής. Δεν πρόκειται για στάδια με αυστηρή σειρά, αλλά για ψυχικές διεργασίες που συχνά εναλλάσσονται ή συνυπάρχουν. 

Η εργασία του πένθους, κατά τον Worden, δεν αποσκοπεί στην «αντικατάσταση» του χαμένου, αλλά στην ενσωμάτωση της απώλειας στην ιστορία της ζωής μας με τρόπο που να μας επιτρέπει να συνεχίσουμε με ακεραιότητα. Από μια διαφορετική αλλά συμπληρωματική σκοπιά, ο John Bowlby (1980), θεμελιωτής της θεωρίας του δεσμού, αντιλαμβάνεται το πένθος ως τη φυσική και εξελικτικά ενσωματωμένη αντίδραση στην απώλεια ενός σημαντικού προσώπου με το οποίο το άτομο είχε σχηματίσει σχέση προσκόλλησης. Η έννοια του δεσμού δεν περιορίζεται στην παιδική ηλικία· αφορά κάθε ουσιαστική συναισθηματική σχέση που παρέχει ασφάλεια και νόημα στην ύπαρξή μας. Όταν αυτή διαρρηγνύεται, ενεργοποιείται ένας εσωτερικός μηχανισμός αναζήτησης, θρήνου και προσαρμογής, που χαρακτηρίζεται από συγκίνηση, θυμό, άρνηση και, σε βάθος χρόνου, αποδοχή. Ο Bowlby υπογραμμίζει ότι ο τρόπος με τον οποίο θρηνούμε είναι άμεσα συνδεδεμένος με τον τρόπο που έχουμε μάθει να δενόμαστε — και συχνά, με τον τρόπο που μάθαμε να χάνουμε. Το πένθος, λοιπόν, δεν αφορά μόνο τον άλλον που χάθηκε, αλλά και τον εαυτό που ορίζεται εκ νέου μέσα από την απουσία.



 Η διάρκεια και η ένταση αυτής της διεργασίας δεν υπακούει σε χρονοδιαγράμματα. Η κοινωνική πίεση να «ξεπεραστεί» η θλίψη ή να «προχωρήσουμε» συχνά παρερμηνεύει τη φύση του πένθους ως κάτι που κλείνει με ημερομηνία λήξης. Όμως η αλήθεια είναι πως δεν ξεπερνάμε ποτέ ακριβώς αυτό που χάθηκε. Μαθαίνουμε να ζούμε με το κενό, να του δίνουμε νέο σχήμα, να δημιουργούμε χώρο γι’ αυτό χωρίς να μας παραλύει. Η απώλεια ενσωματώνεται στην ταυτότητά μας, όχι ως πληγή ανοιχτή, αλλά ως ίχνος που συνεχίζει να μας διαμορφώνει. Και με τον καιρό, μπορεί να γίνει και γνώση, όχι για να μας παρηγορήσει, αλλά για να μας στηρίξει όταν όλα μοιάζουν ασταθή. 

Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι το πένθος δεν περιορίζεται στον θάνατο. Μια διάλυση σχέσης, η απομάκρυνση ενός παιδιού από το σπίτι, η απώλεια της εργασίας, η μετανάστευση, η αλλαγή κοινωνικής θέσης ή ακόμη και η φυσική φθορά του σώματος λόγω ηλικίας ή ασθένειας μπορεί να προκαλέσουν έντονα αισθήματα απώλειας και να απαιτούν επεξεργασία ανάλογη με αυτή του θανάτου. Το βίωμα δεν αξιολογείται με βάση το γεγονός αλλά με βάση τον ψυχικό δεσμό και τη σημασία που είχε αυτό που χάθηκε για το υποκείμενο. 

Ο σύγχρονος άνθρωπος, εκτεθειμένος σε έναν συνεχή καταιγισμό ερεθισμάτων, συχνά αποφεύγει τη συνάντηση με τη θλίψη. Όμως το πένθος είναι μια μορφή συνειδητής παραμονής στη μνήμη. Μια πράξη βαθιάς ψυχικής εντιμότητας που δεν έχει να κάνει με την αδυναμία, αλλά με τη γενναιότητα να αντικρίσουμε την απώλεια χωρίς να την αποσιωπήσουμε. 

Οι ψυχολογικές θεωρίες που επικεντρώνονται στην «ανακατασκευή νοήματος» —όπως αυτή του Robert Neimeyer— τονίζουν την ανάγκη να βρει κανείς νέο νόημα στη ζωή του μετά την απώλεια, όχι αντικαθιστώντας αυτό που χάθηκε, αλλά μεταποιώντας τη σχέση μαζί του. Το πένθος γίνεται, έτσι, μια δημιουργική διεργασία που δεν υπακούει σε έξωθεν εντολές. Δεν είναι καθήκον, ούτε επιβάλλεται από κανέναν. Είναι μια αργή ωρίμανση, σαν τα αισθήματα που ζητούν χώρο και χρόνο για να υπάρξουν. Δεν οδηγεί στη λήθη, αλλά στη μεταμόρφωση. 

Αυτή η σειρά άρθρων που ξεκινά σήμερα, φιλοδοξεί να προσεγγίσει την απώλεια όχι μόνο ως τραυματικό γεγονός, αλλά και ως σταθμό αυτογνωσίας. Με επιστημονική τεκμηρίωση, ήρεμη σκέψη και διακριτικό φιλοσοφικό στοχασμό, θα εξετάσουμε κάθε μορφή απώλειας —από τον θάνατο αγαπημένων προσώπων μέχρι τη ρήξη με πλευρές της ζωής μας που κάποτε μας έδιναν ταυτότητα. Το κάθε άρθρο θα αποτελεί και ένα μικρό σημείο ανάπαυλας στο μονοπάτι της θλίψης.