Όταν φεύγει ένας γονιός ή ένας παππούς: Το πένθος για μια γενιά που μας μεγάλωσε

Όταν χάνουμε έναν γονιό ή έναν παππού, χάνουμε κάτι περισσότερο από μια μορφή αγαπητή. Δεν αποχαιρετούμε απλώς ένα πρόσωπο αλλά έναν ρόλο που μας διαμόρφωσε, μια εποχή που μας ανάθρεψε, ακόμη και ένα πρότυπο απέναντι στο οποίο καθρεφτίσαμε τον εαυτό μας. Ο θάνατός τους σηματοδοτεί τη λήξη ενός κομματιού της ταυτότητάς μας, όχι μόνο επειδή αποτελούσαν πρόσωπα σημαντικά για εμάς, αλλά και επειδή ενσάρκωναν μια γενιά που κουβαλούσε μέσα της έναν άλλον τρόπο ζωής και άλλες αρχές και αξίες. Στο πένθος για έναν γονιό συνυφαίνονται πολλές απώλειες: το παιδί που ήμασταν μαζί του, ο τρόπος που μας κοιτούσε ή μας απέρριπτε, το οικείο που κάποτε θεωρούσαμε δεδομένο, όσα ειπώθηκαν και όσα δεν ειπώθηκαν ποτέ. Μαζί με αυτές, αναδύεται και ένας απολογισμός της σχέσης, που δεν γίνεται πάντα συνειδητά, αλλά διαπερνά υπόγεια τη μνήμη και φωτίζει ή βαραίνει τις στιγμές. Έτσι, η πορεία του πένθους περιπλέκεται από το βάρος της οικογενειακής ιστορίας και της προσωπικής μνήμης, και ανοίγεται ένα μοναδικό είδος κενού, όχι μόνο επειδή λείπει πια ο γονιός, αλλά επειδή μαζί του χάνεται κι ένα κομμάτι του εαυτού μας όπως υπήρξε μέσα σε εκείνη τη δυναμική. Ο θάνατος ενός παππού ή μιας γιαγιάς από την άλλη, συνήθως αντιμετωπίζεται από το κοινωνικό περιβάλλον με μια πιο «ήπια» θλίψη, σαν να είναι το φυσιολογικό κλείσιμο του κύκλου. Όμως για πολλά εγγόνια, ειδικά εκείνα που μεγάλωσαν κοντά τους ή υπό την προστασία τους, η απώλεια αυτή είναι εξίσου συνταρακτική με εκείνη ενός γονέα. Συχνά, η γιαγιά ή ο παππούς υπήρξαν οι πιο στοργικοί παρατηρητές της ζωής μας, οι φορείς της προφορικής ιστορίας, τα ζεστά χέρια μιας άλλης εποχής. Όταν φεύγουν, δεν φεύγει μόνο ένας άνθρωπος. Αποσύρεται και ένα κομμάτι του κόσμου όπως τον γνωρίσαμε μέσα από εκείνους, γιατί μαζί τους φεύγουν και μικρές ιερές τελετουργίες: η γεύση ενός φαγητού, ο ήχος μιας έκφρασης που μόνο εκείνοι έλεγαν, η αίσθηση πως υπήρχε πάντα ένα καταφύγιο, ανεξάρτητα από το τι συμβαίνει στον έξω κόσμο. Αυτές οι απώλειες είναι ενσώματες, τις κουβαλάμε στο σώμα μας ως κενά αισθήσεων, όχι μόνο αναμνήσεων. Η Ελίζαμπεθ Κιούμπερ-Ρος μέσω του βιβλίου της «Για αυτούς που πεθαίνουν» (1969) έδειξε πως τα στάδια του πένθους —άρνηση, θυμός, διαπραγμάτευση, κατάθλιψη, αποδοχή— δεν είναι μια γραμμική διαδικασία αλλά μια σπειροειδής επεξεργασία που καθένας βιώνει με τον δικό του τρόπο. Ιδιαίτερα όταν η σχέση ήταν αντιφατική ή συναισθηματικά αμφίσημη, το πένθος δεν φέρνει μόνο δάκρυα αλλά και αμφιθυμία. Απελευθέρωση και ενοχή, θλίψη και θυμός, αγάπη και ευγνωμοσύνη αλλά και πίκρα μπορούν να συνυπάρχουν χωρίς σαφή εσωτερική τάξη. Όπως επισημαίνει η Megan Devine (2017), «μερικά πένθη δεν ζητούν λύση, αλλά έναν χώρο όπου μπορούν να υπάρχουν χωρίς κρίση». Σε τέτοιες περιπτώσεις, αυτό που πενθούμε δεν είναι μόνο η απουσία του προσώπου, αλλά και όσα δεν μας δόθηκαν όπως τα θέλαμε ή όπως τα είχαμε ανάγκη π.χ. η φροντίδα που ίσως δε λάβαμε, η αναγνώριση που περιμέναμε, οι λέξεις που δεν ειπώθηκαν και έμειναν μέσα μας σαν μικρές εκκρεμότητες. Ο ψυχοθεραπευτής Francis Weller (2015) υποστηρίζει ότι το πένθος είναι μια «πύλη» προς βαθύτερη αυτογνωσία, ένας τρόπος να έρθουμε σε επαφή όχι μόνο με την απώλεια, αλλά και με την επιθυμία για πληρότητα που έμεινε ανεκπλήρωτη. Η απώλεια γονέα, ειδικά όταν συνοδεύεται από ανάμεικτα συναισθήματα, λειτουργεί συχνά ως καταλύτης για μια εσωτερική αναδιαπραγμάτευση: Πώς θυμάμαι χωρίς να εξιδανικεύω; Πώς αποχαιρετώ χωρίς να κρατώ μέσα μου βάρη που δεν μου ανήκουν; Σε αυτές τις στιγμές, το πένθος γίνεται ένα είδος εσωτερικού διαλόγου, μια προσπάθεια να μετατρέψουμε την ακατέργαστη εμπειρία του αποχωρισμού σε αφήγημα ζωής. Να συγχωρήσουμε χωρίς να ξεχνάμε, να αναγνωρίσουμε την αλήθεια της σχέσης χωρίς να ακυρώνουμε τη δική μας ματιά. Να πενθήσουμε όχι μόνο τον άλλον, αλλά και τον εαυτό που υπήρξαμε δίπλα του. Κι ίσως, μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία, να προχωρήσουμε με περισσότερη ελευθερία και βαθύτερη τρυφερότητα για όσα μας διαμόρφωσαν. Ο ψυχολόγος Robert Neimeyer (2001) επισημαίνει πως η επεξεργασία του πένθους περνά και από την ανακατασκευή του νοήματος, δηλαδή από την ανάγκη να επαναπροσδιορίσουμε ποιοι είμαστε τώρα, χωρίς το πρόσωπο που χάθηκε. Σε αυτό το στάδιο, το πένθος μπορεί να λειτουργήσει όχι μόνο ως πληγή αλλά και ως κάλεσμα προς μια εσωτερική μετακίνηση. Όσο δύσκολο κι αν είναι, αυτό το κάλεσμα μπορεί να γίνει αφορμή για στοχασμό: Ποια ήταν η θέση τους μέσα μας; Ποια λόγια έμειναν ανείπωτα; Ποιες ευθύνες βαραίνουν πια μόνο εμάς; Δεν πενθούμε μόνο για τον χαμό, αλλά και για την αμετάκλητη ενηλικίωση που επιφέρει. Για την είσοδό μας σε μια νέα φάση, όπου δεν υπάρχει πια το παραπέτασμα μιας προηγούμενης γενιάς ανάμεσα σε εμάς και τον θάνατο. Οι γονείς και οι παππούδες μας, όσο κι αν γερνούσαν, ήταν πάντα «πιο μπροστά» στον δρόμο της ζωής. Με την αναχώρησή τους, έρχεται η σιωπηλή παραδοχή ότι τώρα εμείς γινόμαστε η παλαιότερη γενιά. Το πένθος, λοιπόν, δεν είναι μονάχα αποχαιρετισμός αλλά και μετάβαση. Από τον ρόλο του παιδιού, στον ρόλο του ενήλικα-φορέα μνήμης. Από το ‘εμείς’ που είχε πάντα κάποιον μπροστά να μας στηρίζει και να κρατά την ευθύνη, περνάμε στο ‘εγώ’ που τώρα καλείται να σταθεί στην πρώτη γραμμή, να αναλάβει, να προστατεύσει, να ορίσει την πορεία. Η αλλαγή αυτή δεν είναι απλώς πρακτική ή βιολογική. Είναι βαθιά υπαρξιακή, γιατί ξαφνικά δεν υπάρχει πια η προηγούμενη γενιά να λειτουργεί σαν φίλτρο ανάμεσα σε εμάς και τη φθαρτότητα. Το βλέμμα στρέφεται προς τα μέσα, στο κενό, όπου γεννιέται η αίσθηση ότι τώρα είναι η σειρά μας. Όχι μόνο να ζήσουμε, αλλά και να διατηρήσουμε, να προχωρήσουμε, να συνεχίσουμε το νήμα. Αυτή η αλλαγή συχνά δε λέγεται, αλλά βιώνεται στο βάθος των ημερών: στην πρώτη φορά που θα πεις μια φράση που έλεγαν εκείνοι, στην πρώτη σου αντίδραση που θα τους θυμίσει, στην πρώτη απόφαση που θα πάρεις χωρίς να έχεις πια ποιον να συμβουλευτείς… Στην κίνηση του χεριού όταν στρώνεις το τραπέζι, στο βλέμμα σου απέναντι στο παιδί σου που τους θυμίζει, στον τρόπο που θα διπλώσεις μια πετσέτα, που θα ποτίσεις ένα λουλούδι ή θα ταΐσεις ένα πουλί, θα μαγειρέψεις ένα φαγητό ή θα τραγουδήσεις ένα παλιό τραγούδι. Μετά θα σταθείς μπροστά στον καθρέφτη, και ξαφνικά θα δεις σε σένα κάτι από εκείνους. Τότε, χωρίς να το έχεις επιλέξει, γίνεσαι εσύ ο κρίκος της συνέχειας γιατί μέσα στην απουσία, αρχίζει να κατοικεί μια άλλη παρουσία. Η απώλεια αποκτά φωνή. Κι αν το πένθος μοιάζει με σκοτεινό δωμάτιο στην αρχή, με τον καιρό μπορεί να ανοίξει ένα μικρό παράθυρο προς τη μεταμόρφωση. Όχι ως λήθη ή αποδοχή, αλλά ως ενσωμάτωση αυτού που χάθηκε στη δική μας αφήγηση. Όχι για να συνεχίσουμε ‘παρά’ την απώλεια, αλλά για να πορευτούμε μαζί της. Γιατί η αλήθεια είναι πως οι άνθρωποι που φεύγουν, κατοικούν πλέον μέσα μας αλλιώς. Όχι πια με τη φωνή τους, αλλά με τον τρόπο που διαμορφώνουν τη δική μας.