Η Σιωπηλή Δύναμη - Πένθος και Ψυχική Ανθεκτικότητα

Συχνά, η ψυχική ανθεκτικότητα παρερμηνεύεται ως μια δύναμη αμετακίνητη, σχεδόν άκαμπτη, σαν να αφορά έναν χαρακτήρα που δε λυγίζει, δε συγκλονίζεται, δεν παρασύρεται. Όμως η ανθεκτικότητα δεν ταυτίζεται με τη σκληρότητα, αλλά με την ευλυγισία. Είναι η ικανότητα να προσαρμόζεσαι χωρίς να χάνεις τον προσανατολισμό σου, να μετασχηματίζεσαι χωρίς να χάνεις την ουσία σου, να συνεχίζεις τον βηματισμό σου μέσα στον κόσμο, ακόμη και όταν ο κόσμος που ήξερες έχει αλλάξει. Κι από όλες τις δοκιμασίες της ζωής, ίσως καμία δεν απαιτεί μεγαλύτερη ανθεκτικότητα από την εμπειρία του πένθους και της απώλειας. Η απώλεια είναι μια μορφή ρήξης, μια ριζική τομή μέσα στη ζωή. Διαταράσσει τη συνοχή την κανονικότητας, διαλύει τις συνήθειες, αποσταθεροποιεί την εικόνα που είχαμε για τον εαυτό και τη θέση του μέσα στον χρόνο.  Όταν χάνουμε έναν άνθρωπο που υπήρξε βαθιά συνδεδεμένος με τη ζωή μας, δεν χάνεται μόνο εκείνος αλλά και ένα κομμάτι του κόσμου μας, της αφήγησης του ποιοι είμαστε. Η απώλεια αυτή φέρει τη μορφή της απογύμνωσης από ρόλους, από νοήματα, από προσδοκίες. Το σπίτι μοιάζει άδειο, οι λέξεις περιττές, ο χρόνος παράξενος. Και όμως, μέσα σε αυτήν τη ρωγμή, αρχίζει να διαφαίνεται η δυνατότητα της ανθεκτικότητας, όχι ως άρνηση της απώλειας, αλλά ως τρόπος να σταθεί κανείς απέναντί της χωρίς να συντριβεί. Η ψυχική ανθεκτικότητα δεν είναι ούτε αυτονόητη ούτε αυστηρά ατομική. Οικοδομείται σταδιακά, μέσα από την επαφή με τον πόνο, την αναγνώριση της απουσίας και τη σιωπηλή εργασία του θρήνου. Δεν στηρίζεται στην αποφυγή των δύσκολων συναισθημάτων, αλλά στην αποδοχή τους. Η θλίψη δεν αποκλείεται, δεν παραμερίζεται, δεν αντιμετωπίζεται ως κάτι παθολογικό, αλλά βιώνεται ως μια αληθινή και θεμιτή αντίδραση στην απώλεια. Η αδυναμία δεν θεωρείται εμπόδιο προς την ανθεκτικότητα, αλλά ένα από τα στάδια μέσα από τα οποία μπορεί να εκφραστεί η ανθρώπινη ευθραυστότητα και τελικά να μεταμορφωθεί σε δύναμη. Και ο χρόνος δεν αντιμετωπίζεται ως εχθρός που πρέπει να επιταχυνθεί, αλλά ως συνοδοιπόρος, ως ένα δοχείο που φιλοξενεί τη διαδικασία του πένθους, επιτρέποντας στον ψυχισμό να επεξεργαστεί την απουσία με τον δικό του ρυθμό. Η ανθεκτικότητα δεν υπόσχεται επούλωση χωρίς πόνο, αλλά προσφέρει τη δυνατότητα να σταθεί κανείς μέσα στον πόνο χωρίς να χαθεί αναπτύσσοντας την ικανότητα να δεχθεί ότι η πληγή θα παραμείνει ανοιχτή για καιρό, όμως μπορεί, σταδιακά, να πάψει να αιμορραγεί. Σύμφωνα με την ψυχολόγο Ann Masten (2001), η ανθεκτικότητα δεν είναι ιδιότητα ή ικανότητα ενός «σπάνιου ατόμου», αλλά καθημερινή ανθρώπινη δυνατότητα. Είναι η «κοινή μαγεία» της επιβίωσης, που εμφανίζεται όταν το περιβάλλον επιτρέπει την ενεργοποίηση εσωτερικών και εξωτερικών πόρων. Τέτοιοι πόροι μπορεί να είναι η υποστήριξη από την κοινότητα, οι σχέσεις εμπιστοσύνης, η σχέση με τη Θρησκεία και την πνευματικότητα, ακόμη και οι τελετουργίες του πένθους — όλα όσα προσφέρουν σχήμα σε μια εμπειρία που απειλεί να μείνει άμορφη. Σε ένα πλαίσιο πένθους, η ανθεκτικότητα εκδηλώνεται συχνά μέσα από μικρές πράξεις όπως η φροντίδα του σώματος, η αφήγηση της απώλειας σε άλλους, η διατήρηση κάποιων συμβολικών αντικειμένων, η ανάδυση νέων νοημάτων, η ανάκληση αναμνήσεων… Με αυτές τις μικρές πράξεις δεν «ξεπερνάμε» την απώλεια αλλά μαθαίνουμε να συνυπάρχουμε με αυτήν γιατί η ανθεκτικότητα δεν είναι να πάψει κανείς να πονάει, αλλά να μπορεί να κουβαλήσει τον πόνο χωρίς να καταρρεύσει ή να διαλυθεί. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί άνθρωποι, μετά από μια βαθειά απώλεια, ανακαλύπτουν μέσα τους δυνάμεις που αγνοούσαν. Γίνονται πιο συμπονετικοί, πιο παρόντες, πιο ευγνώμονες. Όχι επειδή το πένθος είναι ευεργετικό αλλά επειδή το βίωσαν με αλήθεια. Έδωσαν χώρο στη λύπη, επέτρεψαν στην απουσία να βιωθεί ανοιχτά και μέσα από αυτό το άνοιγμα, γεννήθηκε ένας νέος τρόπος να υπάρξουν στον κόσμο. Ο Viktor Frankl, επιζών του Ολοκαυτώματος, έγραφε ότι η τελευταία ελευθερία του ανθρώπου είναι να επιλέξει τη στάση του απέναντι σε αυτό που του συμβαίνει. Και αυτή η στάση είναι ο πυρήνας της ανθεκτικότητας. Η ρωγμή της απώλειας δεν κλείνει τελείως αλλά μπορεί να αντέξει και μέσα από αυτό το άνοιγμα, όπως έλεγε ο Leonard Cohen, «μπαίνει το φως». Η ανθεκτικότητα δεν είναι το τέλος του πένθους, αλλά το μονοπάτι που επιτρέπει να συνυπάρχουν το πένθος και η ζωή. Να μπορεί ο άνθρωπος να θυμάται χωρίς να γκρεμίζεται, να συνεχίζει χωρίς να προδίδει, να ζει όχι «παρά την απώλεια» αλλά μαζί της, με έναν τρόπο που αφήνει χώρο και για την ελπίδα.